αμμοβολή

αμμοβολή
η τεχνολ.
μέθοδος κατεργασίας μιας επιφάνειας με άμμο, ρινίσματα χάλυβα ή κόκκους άλλου λειαντικού μέσου -που εκτοξεύονται προς αυτήν με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δερμαπόξεση — Αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος του δέρματος με αμμοβολή μεγάλης ταχύτητας, που γίνεται για να βελτιωθεί η εμφάνιση ουλών ή για να αφαιρεθούν τατουάζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”